- αμετασχημάτιστος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δεν μπορεί να μετασχηματιστεί: Η αλγεβρική αυτή παράσταση είναι αμετασχημάτιστη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αμετασχημάτιστος — η ο [μετασχηματίζω] αυτός που δεν μετασχηματίστηκε ή δεν είναι δυνατό να μετασχηματιστεί … Dictionary of Greek